- μεγάτιμος
- μεγά-τῑμος, ον,A = μεγαλότιμος, Ael.VH8.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγάτιμος — η, ο (Α μεγάτιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που είναι πολύ τιμημένος, που τιμάται ιδιαιτέρως, πολυτίμητος («μεγάτιμος εθνικός ευεργέτης») αρχ. αυτός που έχει μεγάλη τιμή, μεγαλότιμος, πολύτιμος («ὑφῆς βαρβαρικῆς μεγαλοτίμου», Αιλ.).… … Dictionary of Greek
μεγάτιμον — μεγάτιμος masc/fem acc sg μεγάτιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
μεγατίμιος — μεγατίμιος, ον (Μ) 1. (για πρόσ.) μεγάτιμος, μεγαλότιμος, πολυτίμητος («ἀνδρὸς μεγατιμίου», Θεοφ. Σιμ.) 2. (για πράγματα) πολύτιμος («δώροις μεγατιμίοις», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τίμιος] … Dictionary of Greek